ὀσφρητικῆς

ὀσφρητικῆς
ὀσφρητικός
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποσμία — η, Ν ιατρ. ελάττωση τής οσφρητικής ικανότητας, υποσφρησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οσμία (< οσμή), πρβλ. δυσ οσμία] …   Dictionary of Greek

  • κητώδη — Τάξη υδροβίων, σαρκοφάγων θηλαστικών, με ιχθυόμορφο σώμα. Περιλαμβάνει περίπου 80 είδη. Τα κ. είναι θαλάσσια, με εξαίρεση ορισμένα είδη δελφινιών και πλατανιστιδών, που ζουν στους μεγάλους ποταμούς της Ασίας και της Αμερικής. Τα σύγχρονα κ.… …   Dictionary of Greek

  • υποσμία — η (ιατρ.), ελάττωση της οσφρητικής ικανότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”